- ρεβιζιονισμός (αναθεωρητισμός)
- Χαρακτηρισμός των πρακτικών προσπαθειών ή των ιδεολογικών τάσεων που αποβλέπουν στην τροποποίηση (αναθεώρηση) ή στην κατάργηση των συνθηκών που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών· με την αυστηρότερη έννοιά του, ο όρος προϋποθέτει την αποδοχή του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε επομένως να τείνει, με τον κατάλληλο εκσυγχρονισμό των διεθνών συμφωνιών, στην ειρηνική λύση των διαφορών μεταξύ των κρατών. Στην πράξη όμως ο ρ. χρησιμοποιήθηκε συχνά, στην περίοδο μεταξύ των δυο Παγκόσμιων πολέμων, ως πρόσχημα αναστατώσεων. Έτσι είχαμε έναν ουγγρικό και έναν βουλγαρικό ρ., έναν ιταλικό ρ., έναν γερμανικό ρ. κλπ. Aναθεωρητική κίνηση εκδηλώθηκε και εναντίον των συνθηκών ειρήνης του 1947 (π.χ. στην Ιταλία για το ζήτημα της Τεργέστης). Στην ιστορία του σοσιαλισμού ονομάστηκε ρ. η θεωρία που διατύπωσε πρώτος ο Μπερνστάιν από τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα στους κόλπους της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Πιστεύοντας ότι ορισμένες προβλέψεις του Μαρξ είχαν ξεπεραστεί από την πραγματικότητα, ο ρ. υποστήριζε πως ήταν δυνατή η άμβλυνση της πάλης των τάξεων και τόνιζε –εναντίον της ιδέας της επανάστασης– τη δυνατότητα να οργανωθεί ο εργατικός αγώνας μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας. Η επίδραση του ρ. ήταν πολύ μεγάλη σε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα της δυτικής Ευρώπης. Ως θεωρία του ρεφορμιστικού (μεταρρυθμιστικού) σοσιαλισμού καταπολεμήθηκε σκληρά από τον κομουνιστικό μαρξισμό και σήμερα η κατηγορία του ρ., όπως και του ρεφορμισμού ή του οπορτουνισμού, διατυπώνεται –στο εσωτερικό των κομουνιστικών οργανώσεων– εναντίον εκείνων που στη θεωρία ή στην πράξη «αναθεωρούν» αντιλήψεις που θεωρούνται βασικές της διδασκαλίας του μαρξισμού-λενινισμού.
Dictionary of Greek. 2013.